- γουανάκο
- Ζώο που ανήκει στο είδος lama guanicos της οικογένειας των καμηλίδων, της τάξης των αρτιοδάκτυλων θηλαστικών. Από πολλούς θεωρείται ως το είδος από το οποίο προέρχονται το λάμα και το αλπακά, είδη που σήμερα είναι εξημερωμένα ενώ το ίδιο το γ. δεν έχει εξημερωθεί εντελώς μέχρι σήμερα. Σε πλήρη ανάπτυξη ξεπερνά το 1,5 μ. σε μήκος και το 1 μ. σε ύψος. Το θηλυκό γεννά ένα μόνο μικρό ύστερα από κύηση 3 μηνών. Το γ. θεωρείται απειλούμενο και προστατευόμενο είδος, καθώς έφτασε στα πρόθυρα της εξαφάνισης ύστερα από ανηλεές κυνήγι εκατοντάδων ετών.
Dictionary of Greek. 2013.